- επεξηγώ
- (AM ἐπεξηγῶ, -έω)εξηγώ περαιτέρω, διευκρινίζωαρχ.παθ. διηγούμαι, αναπτύσσω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επεξηγώ — επεξηγώ, επεξήγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επεξηγώ — επεξήγησα, επεξηγήθηκα, επεξηγημένος, μτβ., εξηγώ κάτι καλύτερα, διασαφηνίζω, διαφωτίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπορθμεύω — (AM διαπορθμεύω) 1. περνάω απέναντι κάποιον μέσω πορθμού 2. διαπεραιώνω με πλοίο ή βάρκα από τη μία όχθη ποταμού ή λίμνης στην απέναντι ή από την ακτή στο πλοίο και αντιστρόφως αρχ. 1. μτφ. διαβιβάζω, μεταδίδω 2. ανακοινώνω, επεξηγώ 3. μεταφράζω … Dictionary of Greek
διευρύνω — (AM διευρύνω) [ευρύνω] πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω μσν. αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ … Dictionary of Greek
επεκδιδάσκω — ἐπεκδιδάσκω (Α) επεξηγώ … Dictionary of Greek
επεκδιηγούμαι — ἐπεκδιηγοῡμαι, έομαι (AM) επεξηγώ στη συνέχεια, δίνω περαιτέρω εξηγήσεις … Dictionary of Greek
επεξήγημα — το [επεξηγώ] εξήγηση για πληρέστερη κατανόηση, πρόσθετη εξήγηση … Dictionary of Greek
επεξήγηση — η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ] 1. διασάφηση 2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος») … Dictionary of Greek
επιδιασαφώ — ἐπιδιασαφῶ, έω (Α) 1. επεξηγώ 2. δηλώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δıα σαφώ (< σαφής)]· … Dictionary of Greek
εφερμηνεύω — ἐφερμηνεύω (Α) ερμηνεύω, επεξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑρμηνεύω] … Dictionary of Greek